μισθωτήριο

μισθωτήριο
το
το έγγραφο συμβόλαιο ή συμφωνητικό με τους όρους μίσθωσης, το ενοικιαστήριο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μισθωτήριο — το (Α μισθωτήριον) νεοελλ. έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό ή δημόσιο συμβόλαιο που περιλαμβάνει τους όρους μιας μίσθωσης αρχ. 1. τόπος όπου γινόταν η μίσθωση τών εργατών 2. σωματείο τών μισθωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθώνω + επίθημα τήριο] …   Dictionary of Greek

  • πακτοχάρτι — το έγγραφη συμφωνία, συν. για μίσθωση ακινήτου, μισθωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτο + χαρτί] …   Dictionary of Greek

  • ενοικιαστήριο — το 1. συμβόλαιο ή συμφωνητικό ενοικίασης, το μισθωτήριο (ενν. έγγραφο). 2. έγγραφη (ή έντυπη) αγγελία, που γνωστοποιεί την προσφορά ακινήτου για ενοικίαση ή και πινακίδα με γραμμένη τη λέξη «ενοικιάζεται» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”